Befriedigen στα ελληνικά

Μετάφραση: befriedigen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικανοποιώ, χορταίνω, ικανοποιούν, Ικανοποιήστε, να πείθει
Befriedigen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • befreundetem στα ελληνικά - φιλικός
  • befrieden στα ελληνικά - ησυχάζω, ειρηνεύω, κατευνάσει, κατευνάσουν, την ειρήνευση
  • befriedigend στα ελληνικά - ικανοποιητικός, ικανοποιητική, ικανοποιητικό, ικανοποιητικά, ικανοποιητικές
  • befriedigende στα ελληνικά - ικανοποιητικός, ικανοποιητική, ικανοποιητικό, ικανοποιητικά, ικανοποιητικές
Τυχαίες λέξεις
Befriedigen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικανοποιώ, χορταίνω, ικανοποιούν, Ικανοποιήστε, να πείθει