Begründen στα ελληνικά

Μετάφραση: begründen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βρήκα, διαπιστώνω, γη, θεσπίζω, φυτεύω, ιδρύω, καθιερώνω, συγκροτώ, αποτελώ, εργοστάσιο, φυτό, δικαιώνω, προσαράσσω, δικαιολογώ, έδαφος, επιβάλλω, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει
Begründen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • begräbnisse στα ελληνικά - κηδείες, κηδειών, κηδεία, τις κηδείες, των κηδειών
  • begräbt στα ελληνικά - θάβετε, θάβει
  • begründend στα ελληνικά - συστατική, συστατικό, ιδιοσυστατική, ιδιοσυστατικό, συστατικός
  • begründer στα ελληνικά - αρχάριος, ατζαμής, ιδρυτής, φουντάρω, πατέρας, ναυαγώ, ιδρυτή, ...
Τυχαίες λέξεις
Begründen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βρήκα, διαπιστώνω, γη, θεσπίζω, φυτεύω, ιδρύω, καθιερώνω, συγκροτώ, αποτελώ, εργοστάσιο, φυτό, δικαιώνω, προσαράσσω, δικαιολογώ, έδαφος, επιβάλλω, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει