Beihilfe στα ελληνικά

Μετάφραση: beihilfe, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επωφελούμαι, βοηθός, επικουρία, όφελος, αρωγή, βοηθώ, ωφέλεια, βοήθημα, επίδομα, βοήθεια, αποζημίωση, επιδόματος, αποζημίωσης, το επίδομα
Beihilfe στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beiheft στα ελληνικά - συμπληρώνω, συμπλήρωμα, συμπλήρωμα για, συμπλήρωμα για τον, συμπληρώματος, συμπληρωμα
  • beiheften στα ελληνικά - επισυνάψετε, τα επισυνάψετε, συνδέστε τα, να τα επισυνάψετε, τα επισυνάπτει
  • beihilfen στα ελληνικά - βοήθεια, ενίσχυση, ενίσχυσης, ενισχύσεις, ενισχύσεων
  • beil στα ελληνικά - τσεκούρι, πελέκι, πέλεκας, μπαλτάς, πέλεκυς, τάπητας, το τσεκούρι
Τυχαίες λέξεις
Beihilfe στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επωφελούμαι, βοηθός, επικουρία, όφελος, αρωγή, βοηθώ, ωφέλεια, βοήθημα, επίδομα, βοήθεια, αποζημίωση, επιδόματος, αποζημίωσης, το επίδομα