Beipflichten στα ελληνικά
Μετάφραση: beipflichten, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδέχομαι, συμφωνώ, συμφωνούν, συμφωνήσουν, συμφωνήσει, συμφωνείτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beinschienen στα ελληνικά - πόδι, σκέλος, σκέλους, ποδιού, ποδιών
- beiordnung στα ελληνικά - διορισμό του, διορισμός, διορισμό, διορισμός του, διορισμός των
- beipflichtend στα ελληνικά - επιδοκιμαστικά, επιδοκιμασία, με επιδοκιμασία, επιδοκιμάζουν, επιδοκιμάζουν την
Τυχαίες λέξεις
Beipflichten στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδέχομαι, συμφωνώ, συμφωνούν, συμφωνήσουν, συμφωνήσει, συμφωνείτε
Μεταφράσεις: αποδέχομαι, συμφωνώ, συμφωνούν, συμφωνήσουν, συμφωνήσει, συμφωνείτε