Beklagte στα ελληνικά
Μετάφραση: beklagte, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατηγορούμενος, εναγόμενος, καθής, καθού, εναγόμενο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beklagenswerte στα ελληνικά - αξιοθρήνητη, λυπηρό, λυπηρή, λυπηρό το γεγονός, θλιβερή
- beklagt στα ελληνικά - καταγγέλλει, παραπονιέται, προσάπτει, διαμαρτύρεται, παραπονείται
- beklagter στα ελληνικά - εναγόμενος, κατηγορούμενος, αποδοκίμασε, εκφράζει τη λύπη του, λύπη, εκφράζει τη λύπη, εξέφρασε τη λύπη
Τυχαίες λέξεις
Beklagte στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατηγορούμενος, εναγόμενος, καθής, καθού, εναγόμενο
Μεταφράσεις: κατηγορούμενος, εναγόμενος, καθής, καθού, εναγόμενο