Belegschaft στα ελληνικά

Μετάφραση: belegschaft, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δύναμη, βία, εξαναγκάζω, προσωπικό, του εργατικού δυναμικού, εργατικό δυναμικό, εργατικού δυναμικού, το εργατικό δυναμικό, προσωπικού
Belegschaft στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • belegend στα ελληνικά - καταλαμβάνοντας, καταλαμβάνουν, καταλαμβάνει, κατοχής, κατέχει
  • belegnagel στα ελληνικά - γόμφος, καρφίτσα, κουπόνι, ολίσθησης, ολίσθηση, δελτίο, slip
  • belegstelle στα ελληνικά - παράθεση, χωρίο, κουπόνι, ολίσθησης, ολίσθηση, δελτίο, slip
  • belegstellen στα ελληνικά - Slip, γλιστρήσει, με ολίσθηση, γλιστρούν
Τυχαίες λέξεις
Belegschaft στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δύναμη, βία, εξαναγκάζω, προσωπικό, του εργατικού δυναμικού, εργατικό δυναμικό, εργατικού δυναμικού, το εργατικό δυναμικό, προσωπικού