Besitztum στα ελληνικά
Μετάφραση: besitztum, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιουσία, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας, ακίνητο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- besitzt στα ελληνικά - έχει, διαθέτει, πρέπει, δεν έχει, έχουν
- besitztitel στα ελληνικά - κατοχή, εκμετάλλευση, εκμετάλλευσης, συμμετοχών, συμμετοχής
- besitzübertragungen στα ελληνικά - μεταβιβάσεις, μεταβιβάσεων, μεταφορές, μεταφορών, μεταφορά
- besoffen στα ελληνικά - νευριάσει, ανάποδες, τσαντισμένος, τσαντίστηκε, τσαντιστεί
Τυχαίες λέξεις
Besitztum στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιουσία, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας, ακίνητο
Μεταφράσεις: περιουσία, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας, ακίνητο