Bestehen στα ελληνικά
Μετάφραση: bestehen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπάρχω, επιμένω, διανύω, είμαι, βρίσκομαι, υπάρχουν, υπάρχει, υφίστανται, υφίσταται, να υπάρχουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bestechungsgeld στα ελληνικά - λουφές, δωροδοκία, δωροδοκίας, δωροδοκήσει, μίζα, δωροδοκούν
- besteck στα ελληνικά - μαχαιροπήρουνα, μαχαιροπίρουνα, μαχαιροπήρουνων, τα μαχαιροπήρουνα, μαχαιροποιίας
- bestehlen στα ελληνικά - ληστεύω, Rob, ληστέψει, ληστεύουν, ο Rob
- besteht στα ελληνικά - αποτελείται, συνίσταται, αποτελείται από, περιλαμβάνει, απαρτίζεται
Τυχαίες λέξεις
Bestehen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπάρχω, επιμένω, διανύω, είμαι, βρίσκομαι, υπάρχουν, υπάρχει, υφίστανται, υφίσταται, να υπάρχουν
Μεταφράσεις: υπάρχω, επιμένω, διανύω, είμαι, βρίσκομαι, υπάρχουν, υπάρχει, υφίστανται, υφίσταται, να υπάρχουν