Bestimmen στα ελληνικά
Μετάφραση: bestimmen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθορίζω, υπολογίζω, διορίζω, αποδίδω, προσδιορίζω, αποφασίζω, αναθέτω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bestimmbare στα ελληνικά - προσδιορίσιμες, προσδιορισμένες, προσδιοριστέες, να προσδιοριστεί, προσδιοριστέα
- bestimmbarkeit στα ελληνικά - αναγνωρισιμότητας, αναγνωρισθούν, να αναγνωρισθούν, ταυτοποίησης, δυνατό να αναγνωρισθούν
- bestimmend στα ελληνικά - καθορισμό, τον καθορισμό, προσδιορισμού, προσδιορισμό, τον προσδιορισμό
- bestimmende στα ελληνικά - καθορισμό, τον καθορισμό, προσδιορισμού, προσδιορισμό, τον προσδιορισμό
Τυχαίες λέξεις
Bestimmen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθορίζω, υπολογίζω, διορίζω, αποδίδω, προσδιορίζω, αποφασίζω, αναθέτω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί
Μεταφράσεις: καθορίζω, υπολογίζω, διορίζω, αποδίδω, προσδιορίζω, αποφασίζω, αναθέτω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, καθορίσουν, προσδιοριστεί