Διορίζω στα γερμανικά
Μετάφραση: διορίζω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bestimmen, delegieren, Depute, abordnen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διορίζω
διορίζω στα αγγλικά, διορίζω αντίκλητο, ορίζω συνωνυμα, διορίζω λεξικό γλώσσας γερμανικά, διορίζω στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- διορία στα γερμανικά - ausdruck, laufzeit, fachbegriff, saison, begriff, amtszeit, fachausdruck, ...
- διορίζομαι στα γερμανικά - investieren, bestellt, ernannt, Ernennung, ernannte, Amtsantritt
- διορατικός στα γερμανικά - klar, scharfsinnig, scharfsichtig, scharfsinnige, perspicacious
- διορατικότητα στα γερμανικά - scharfsinn, Einsicht, Erkenntnis, Einblick, Einblicke, Erkenntnisse
Τυχαίες λέξεις
Διορίζω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: bestimmen, delegieren, Depute, abordnen
Μεταφράσεις: bestimmen, delegieren, Depute, abordnen