Bewehrung στα ελληνικά
Μετάφραση: bewehrung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενίσχυση, ενίσχυσης, οπλισμού, την ενίσχυση, ενισχύσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bewegungslose στα ελληνικά - ακίνητος, ακίνητο, ακίνητη, ακίνητοι, ακίνητα
- bewegungsvermögen στα ελληνικά - περιουσιακών στοιχείων, περιουσιακά στοιχεία, ενεργητικού, στοιχεία ενεργητικού, στοιχείων ενεργητικού
- beweis στα ελληνικά - μαρτυρία, διαδήλωση, επιχείρημα, στοιχεία, πειστήριο, απόδειξη, αποδείξεις, ...
- beweisbar στα ελληνικά - ευαπόδεικτος, αποδείξιμοι, αποδείξιμη, αποδείξιμες, αποδείξιμα
Τυχαίες λέξεις
Bewehrung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενίσχυση, ενίσχυσης, οπλισμού, την ενίσχυση, ενισχύσεως
Μεταφράσεις: ενίσχυση, ενίσχυσης, οπλισμού, την ενίσχυση, ενισχύσεως