Bonbon στα ελληνικά
Μετάφραση: bonbon, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καραμέλα, candy, καραμελών, καραμέλας, καραμέλες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bombige στα ελληνικά - στέμμα, κορώνα, θήκη, κορόνα, Αφοπλισμός, Αφόπλιση, Αφοπλισμό, ...
- bon στα ελληνικά - παραλαβή, παραλαβής, την παραλαβή, λήψη, τη λήψη
- bonbons στα ελληνικά - γλυκά, τα γλυκά, γλυκών, γλυκίσματα, ζαχαρωτά
- bonhomie στα ελληνικά - καλοκαγαθίας
Τυχαίες λέξεις
Bonbon στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καραμέλα, candy, καραμελών, καραμέλας, καραμέλες
Μεταφράσεις: καραμέλα, candy, καραμελών, καραμέλας, καραμέλες