Buchhaltung στα ελληνικά

Μετάφραση: buchhaltung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λογιστική, λογιστικών, λογιστικής, λογιστικές, λογιστικά
Buchhaltung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • buchhalter στα ελληνικά - ελεγκτής, λογιστής, λογιστή, Accountant, Ελεγκτής Λογιστής, ΛΟΓΙΣΤΗΣ
  • buchhalterin στα ελληνικά - λογιστής, ελεγκτής, λογιστή, Accountant, Ελεγκτής Λογιστής, ΛΟΓΙΣΤΗΣ
  • buchhaltungen στα ελληνικά - λογιστικές υπηρεσίες, λογιστηρίων, λογιστήρια, λογιστικών υπηρεσιών, λογιστική οργάνωση
  • buchhandel στα ελληνικά - εμπόριο βιβλίων, εμπορίου βιβλίων, τομέα του βιβλίου, εμπόριο του βιβλίου, βιομηχανία βιβλίου
Τυχαίες λέξεις
Buchhaltung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λογιστική, λογιστικών, λογιστικής, λογιστικές, λογιστικά