Dämpfen στα ελληνικά

Μετάφραση: dämpfen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ατμός, ατμού, ατμό, με ατμό, χαμάμ
Dämpfen στα ελληνικά

Μεταφράσεις

  • dampf στα ελληνικά - αχνίζω, ατμός, ατμού, ατμό, με ατμό, χαμάμ
  • dampfdom στα ελληνικά - αψίδα, τρούλος, καμάρα, θόλος, θόλο, θόλου, τρούλο
  • dampfend στα ελληνικά - ατμό, στον ατμό, ατμοποίησης, μαγείρεμα στον ατμό, βράσιμο στον ατμό
  • dampfer στα ελληνικά - ατμόπλοιο, steamer, ατμοποιητή, ατμού, εξάρτημα ατμού
Τυχαίες λέξεις
Dämpfen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ατμός, ατμού, ατμό, με ατμό, χαμάμ