Dichte στα ελληνικά
Μετάφραση: dichte, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυκνότητα, πυκνότητας, πυκνότητος, την πυκνότητα, η πυκνότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dicht στα ελληνικά - σφιχτός, πυκνός, στενός, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, ...
- dichtbeilage στα ελληνικά - κοντά, κλείσιμο, στενή, στενούς, στενής
- dichtemesser στα ελληνικά - πυκνή, πυκνό, πυκνά, πυκνού, πυκνές
- dichten στα ελληνικά - σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης
Τυχαίες λέξεις
Dichte στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυκνότητα, πυκνότητας, πυκνότητος, την πυκνότητα, η πυκνότητα
Μεταφράσεις: πυκνότητα, πυκνότητας, πυκνότητος, την πυκνότητα, η πυκνότητα