Πυκνότητα στα γερμανικά
Μετάφραση: πυκνότητα, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dichtheit, schichtdicke, dicke, dichte, Dichte
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πυκνότητα
πυκνότητα λαδιού, πυκνότητα πάγου, πυκνότητα βενζίνης, πυκνότητα χαλκού, πυκνότητα σιδήρου, πυκνότητα λεξικό γλώσσας γερμανικά, πυκνότητα στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- πυκνωτής στα γερμανικά - kondensator, Kondensator, Kondensators
- πυκνός στα γερμανικά - üppig, sämig, stark, stumpfsinnig, dicht, dick, untersetzt, ...
- πυκνώνω στα γερμανικά - verdicken, zu verdicken, dicker, verdickt, eindicken
- πυξίδα στα γερμανικά - kompass, gebiet, reichweite, begreifen, rahmen, Kompass, Kompaß, ...
Τυχαίες λέξεις
Πυκνότητα στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: dichtheit, schichtdicke, dicke, dichte, Dichte
Μεταφράσεις: dichtheit, schichtdicke, dicke, dichte, Dichte