Dienen στα ελληνικά
Μετάφραση: dienen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπηρεσία, υπηρετώ, ρουσφέτι, εξυπηρέτηση, σέρβις, εξυπηρετούν, εξυπηρετήσει, εξυπηρετεί, χρησιμεύσει, χρησιμεύουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- diele στα ελληνικά - αίθουσα, προθάλαμος, λόμπι, διάδρομος, διάδρομο, χωλ, διαδρόμου, ...
- dielektrisch στα ελληνικά - διηλεκτρικός, Διηλεκτρικά, Διηλεκτρική, Διηλεκτρικές, Τα διηλεκτρικά
- dienend στα ελληνικά - μερίδα, σερβίρισμα, εξυπηρετούν, που εξυπηρετούν, που σερβίρει, υπηρετούν
- diener στα ελληνικά - σκλάβος, ραγιάς, υπηρέτης, θαλαμηπόλος, υπηρέτρια, ακόλουθος, δούλος, ...
Τυχαίες λέξεις
Dienen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπηρεσία, υπηρετώ, ρουσφέτι, εξυπηρέτηση, σέρβις, εξυπηρετούν, εξυπηρετήσει, εξυπηρετεί, χρησιμεύσει, χρησιμεύουν
Μεταφράσεις: υπηρεσία, υπηρετώ, ρουσφέτι, εξυπηρέτηση, σέρβις, εξυπηρετούν, εξυπηρετήσει, εξυπηρετεί, χρησιμεύσει, χρησιμεύουν