Υπηρετώ στα γερμανικά
Μετάφραση: υπηρετώ, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
genügen, dienen, servieren, zu dienen, dient
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπηρετώ
υπηρετώ συνώνυμα, υπηρετώ ετυμολογία, υπηρετεί ετυμολογία, υπηρετώ λεξικό γλώσσας γερμανικά, υπηρετώ στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- υπηρέτρια στα γερμανικά - dienstmädchen, diener, Mädchen, Dienstmädchen, Zofe, Maid, Jungfer
- υπηρεσία στα γερμανικά - betrieb, mittel, werkzeug, nutzen, büro, service, dienst, ...
- υπνάκος στα γερμανικά - nickerchen, schlaf, schläfchen, noppe, Nickerchen, dösen, Schlummer, ...
- υπνοδωμάτιο στα γερμανικά - schlafzimmer, schlafstube, Schlafzimmer, Zimmer, Schlafzimmern
Τυχαίες λέξεις
Υπηρετώ στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: genügen, dienen, servieren, zu dienen, dient
Μεταφράσεις: genügen, dienen, servieren, zu dienen, dient