Direkt στα ελληνικά

Μετάφραση: direkt, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθοδηγώ, αμέσως, ίσιος, σκηνοθετώ, ευθύς, κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση
Direkt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dipol στα ελληνικά - δίπολο, διπόλου, διπολική, δίπολου, διπολικής
  • directory στα ελληνικά - Κατάλογος, κατάλογο, καταλόγου, Directory, τον κατάλογο
  • direkter στα ελληνικά - απευθείας, άμεσος, άμεση, άμεσες, άμεσης
  • direkteste στα ελληνικά - πιο άμεσο, πιο άμεση, πιο άμεσος, αμεσότερη, αμεσότερο
Τυχαίες λέξεις
Direkt στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθοδηγώ, αμέσως, ίσιος, σκηνοθετώ, ευθύς, κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση