Editieren στα ελληνικά

Μετάφραση: editieren, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκδίδω, επιμελούμαι, Επεξεργασία, edit, να επεξεργαστείτε, Βελτίωση, Αλλαγή
Editieren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abliefern στα ελληνικά - εκφωνώ, παραδίδω, παραδώσει, διατυπώνει, διατυπώνει τη, παρέχουν, προσφέρουν
  • arbeitsgang στα ελληνικά - επενέργεια, κυκλοφορώ, διαδικασία, επεξεργάζομαι, στενά, διάβημα, δράση, ...
  • aufwiegelnd στα ελληνικά - στασιαστικός, εμπρηστικός, εμπρηστικές, εμπρηστική, εμπρηστικά, εμπρηστικών
  • drehorgel στα ελληνικά - ΛΑΤΕΡΝΑ
Τυχαίες λέξεις
Editieren στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκδίδω, επιμελούμαι, Επεξεργασία, edit, να επεξεργαστείτε, Βελτίωση, Αλλαγή