Einschränken στα ελληνικά

Μετάφραση: einschränken, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναχαιτίζω, περιορίζω, δεμένος, περιστέλλω, περιορίζουν, περιορίσει, να περιορίσει, να περιορίζουν, να περιορίσουν
Einschränken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abgestuft στα ελληνικά - βαθμολογούνται, βαθμολογείται, διαβαθμισμένη, ταξινομούνται, κατατάσσονται
  • berechtigt στα ελληνικά - με τίτλο, τίτλο, δικαιούται, δικαιούνται, το δικαίωμα
  • borste στα ελληνικά - ανατριχιάζω, τρίχα, γουρουνότριχα, τριχών, τρίχες, τρίχας
  • demographisch στα ελληνικά - δημογραφικός, δημογραφικές, δημογραφική, δημογραφικών, τις δημογραφικές
Τυχαίες λέξεις
Einschränken στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναχαιτίζω, περιορίζω, δεμένος, περιστέλλω, περιορίζουν, περιορίσει, να περιορίσει, να περιορίζουν, να περιορίσουν