Einsiedler στα ελληνικά

Μετάφραση: einsiedler, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασυντρόφευτος, ασκητής, μοναχικός, ερημίτης, απόκοσμος, ερημίτη, ερημιτών, ασκητή
Einsiedler στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abwägen στα ελληνικά - θεωρώ, ζυγίζω, ζυγίζουν, ζυγίζει, ζυγίζεται, ζυγίζονται
  • ausspannend στα ελληνικά - χαλαρωτικό, χαλάρωση, χαλαρωτική, χαλαρωτικές, ξεκούραστες
  • bildung στα ελληνικά - εξέλιξη, ίδρυση, ανάπτυξη, μόρφωση, δημιουργία, σχηματισμός, εκπαίδευση, ...
Τυχαίες λέξεις
Einsiedler στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασυντρόφευτος, ασκητής, μοναχικός, ερημίτης, απόκοσμος, ερημίτη, ερημιτών, ασκητή