Einstellen στα ελληνικά

Μετάφραση: einstellen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρύθμιση, νοικιάζω, καθορισμένος, τοποθετώ, δικαιώνω, δικαιολογώ, σετ, σύνολο, σειρά, συνόλου, δέσμη
Einstellen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adressierend στα ελληνικά - Απευθυνόμενος, αντιμετώπιση, Η αντιμετώπιση, Διευθυνσιοδότηση, την αντιμετώπιση
  • akzeptierung στα ελληνικά - αποδοχή, αποδοχής, την αποδοχή, η αποδοχή, της αποδοχής
  • befähigt στα ελληνικά - ικανός, ικανό, ικανή, ικανά, ικανές
  • droge στα ελληνικά - ναρκωτικό, φάρμακο, φαρμάκου, ναρκωτικών, φαρμάκων, ναρκωτικά
Τυχαίες λέξεις
Einstellen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρύθμιση, νοικιάζω, καθορισμένος, τοποθετώ, δικαιώνω, δικαιολογώ, σετ, σύνολο, σειρά, συνόλου, δέσμη