Elan στα ελληνικά

Μετάφραση: elan, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρέχω, σφρίγος, κέφι, ραντίζω, ζωτικότητα, συντρίβω, ζήλος, ορμή, ενθουσιασμός, Elan, ώθηση που
Elan στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • angegliedert στα ελληνικά - συνδεδεμένες, συνδέονται, συνδεδεμένων, συνδέεται, συνδεδεμένη
  • ausbauten στα ελληνικά - Επεκτάσεις, Extensions, επεκτάσεων, τις επεκτάσεις, Οι επεκτάσεις
  • ausnehmen στα ελληνικά - παραλείπω, αποκλείω, αποκλείουν, αποκλείει, αποκλείσει, να αποκλείσει, εξαιρούν
Τυχαίες λέξεις
Elan στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρέχω, σφρίγος, κέφι, ραντίζω, ζωτικότητα, συντρίβω, ζήλος, ορμή, ενθουσιασμός, Elan, ώθηση που