Elektrifizieren στα ελληνικά

Μετάφραση: elektrifizieren, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηλεκτρίζω, ηλεκτροδοτώ, εξηλεκτρίζω, ηλεκτροκινηθούν, ηλεκτρίσει, ηλεκτρίσουν
Elektrifizieren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • auf στα ελληνικά - πάνω, σε, άνω, προς, να, για, με
  • besoffen στα ελληνικά - νευριάσει, ανάποδες, τσαντισμένος, τσαντίστηκε, τσαντιστεί
Τυχαίες λέξεις
Elektrifizieren στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηλεκτρίζω, ηλεκτροδοτώ, εξηλεκτρίζω, ηλεκτροκινηθούν, ηλεκτρίσει, ηλεκτρίσουν