Ηλεκτρίζω στα γερμανικά

Μετάφραση: ηλεκτρίζω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
elektrifizieren, elektrisieren, Elektrifizierung, zu elektrifizieren, zu elektrisieren
Ηλεκτρίζω στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ηλεκτρίζω

ηλεκτρίζω λεξικό γλώσσας γερμανικά, ηλεκτρίζω στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • ηθικός στα γερμανικά - rechtschaffen, sittlich, verschreibungspflichtig, moralisch, ethischen, moral, Moral, ...
  • ηλίθιος στα γερμανικά - dumm, idiotisch, Idiot, Idioten, Trottel, Dummkopf
  • ηλεκτροδοτώ στα γερμανικά - elektrifizieren, elektrisiert
  • ηλεκτροκαρδιογράφημα στα γερμανικά - elektrokardiogramm, Elektrokardiogramm, EKG, Elektrokardiogramms
Τυχαίες λέξεις
Ηλεκτρίζω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: elektrifizieren, elektrisieren, Elektrifizierung, zu elektrifizieren, zu elektrisieren