Erhöhen στα ελληνικά

Μετάφραση: erhöhen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανυψώνω, ασανσέρ, υψώνω, ανατρέφω, βελτιώνω, αναστηλώνω, ενισχύω, σηκώνω, εντείνω, πεζοπορία, αυξάνω, ανεβάζω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Erhöhen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • allerlei στα ελληνικά - διάφορος, διάφορα, ανακατεμένος, ετερογενής, ποικιλία, διάφοροι, όλα τα είδη των, ...
  • atlant στα ελληνικά - Atlant, Ατλάντ, την Atlant
  • billiger στα ελληνικά - φτηνότερος, φθηνότερα, φθηνότερη, φθηνότερο, φθηνότερες
  • definieren στα ελληνικά - προσδιορίζω, καθορίζουν, ορίζουν, καθορίσει, καθορίσουν, ορίσει
Τυχαίες λέξεις
Erhöhen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανυψώνω, ασανσέρ, υψώνω, ανατρέφω, βελτιώνω, αναστηλώνω, ενισχύω, σηκώνω, εντείνω, πεζοπορία, αυξάνω, ανεβάζω, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει