Ermäßigung στα ελληνικά
Μετάφραση: ermäßigung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μείωση, περιστολή, αναγωγή, μείωσης, τη μείωση, μείωση της
Μεταφράσεις
- achteck στα ελληνικά - οκτάγωνο, οκταγώνου, οκταγωνικό, κανονικό οκτάγωνο
- arm στα ελληνικά - χέρι, κλαδί, ελεεινός, άπορος, χάλια, πενιχρός, άθλιος, ...
- bestreben στα ελληνικά - απόπειρα, προσπαθώ, πασχίζω, προσπάθεια, προσπαθούν, προσπαθήσουν, προσπαθήσει, ...
- braunkohl στα ελληνικά - λιγνίτης, λιγνίτη, του λιγνίτη, το λιγνίτη, ο λιγνίτης
Τυχαίες λέξεις
Ermäßigung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μείωση, περιστολή, αναγωγή, μείωσης, τη μείωση, μείωση της
Μεταφράσεις: μείωση, περιστολή, αναγωγή, μείωσης, τη μείωση, μείωση της