Ernennung στα ελληνικά
Μετάφραση: ernennung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορισμός, χρίσμα, διορισμός, υποψηφιότητα, ραντεβού, συνάντηση, δημιουργία, διορισμό, διορισμού, το διορισμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ableugnend στα ελληνικά - αποκήρυξης, αποκηρύσσοντας, αποκηρύσσει, και αποκηρύσσοντας, αποκηρύσσοντας την
- beanspruchend στα ελληνικά - υποστηρίζοντας, ισχυριζόμενος, ισχυριζόμενη, διεκδίκηση, ισχυρίζεται
- bebauung στα ελληνικά - ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, της ανάπτυξης
- demütig στα ελληνικά - άθλιος, ταπεινός, ταπεινή, ταπεινό, την ταπεινή, ταπεινοί
Τυχαίες λέξεις
Ernennung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορισμός, χρίσμα, διορισμός, υποψηφιότητα, ραντεβού, συνάντηση, δημιουργία, διορισμό, διορισμού, το διορισμό
Μεταφράσεις: ορισμός, χρίσμα, διορισμός, υποψηφιότητα, ραντεβού, συνάντηση, δημιουργία, διορισμό, διορισμού, το διορισμό