Erpressen στα ελληνικά
Μετάφραση: erpressen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκβιάζω, πίεση, εκβιασμός, εκβιασμό, εκβιασμού, εκβιασμούς, εκβιασμών
Μεταφράσεις
- abbilder στα ελληνικά - O, Ο, Ξ
- angleichend στα ελληνικά - περίπου, αφομοιωτικός, εξομοιωτικό, αφομο, αφομοιωτικών, αφομοιωτικής
- besuchte στα ελληνικά - επισκέφθηκε, επισκέφτηκε, επισκέφθηκαν, επισκεφθεί, επισκεφτεί
- bürgschaft στα ελληνικά - συνδέω, συγκολλώ, δεσμός, ένταλμα, αντίκρισμα, εγγυώμαι, τριτεγγύηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Erpressen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκβιάζω, πίεση, εκβιασμός, εκβιασμό, εκβιασμού, εκβιασμούς, εκβιασμών
Μεταφράσεις: εκβιάζω, πίεση, εκβιασμός, εκβιασμό, εκβιασμού, εκβιασμούς, εκβιασμών