Finden στα ελληνικά
Μετάφραση: finden, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εντοπίζω, ανεύρεση, βρίσκω, εύρημα, παρατηρώ, πίνακας, ιδρύω, ανιχνεύω, τηρώ, βρήκα, βρείτε, βρει, βρίσκουν, βρουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abendandacht στα ελληνικά - βράδυ, το βράδυ, απόγευμα, βραδιά, βραδινό
- ansteckend στα ελληνικά - κολλητικός, μεταδοτικός, μεταδοτική, μεταδοτικών, μεταδοτικής, μεταδοτικές
- aussichtspunkt στα ελληνικά - άποψη, σκοπιά, την άποψη, απόψεως, οπτική γωνία
- dornbusch στα ελληνικά - βάτο
Τυχαίες λέξεις
Finden στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εντοπίζω, ανεύρεση, βρίσκω, εύρημα, παρατηρώ, πίνακας, ιδρύω, ανιχνεύω, τηρώ, βρήκα, βρείτε, βρει, βρίσκουν, βρουν
Μεταφράσεις: εντοπίζω, ανεύρεση, βρίσκω, εύρημα, παρατηρώ, πίνακας, ιδρύω, ανιχνεύω, τηρώ, βρήκα, βρείτε, βρει, βρίσκουν, βρουν