Freigebigkeit στα ελληνικά

Μετάφραση: freigebigkeit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίδομα, πριμοδότηση, μεγαλοψυχία, γενναιοδωρία, τη γενναιοδωρία, γενναιοδωρίας, η γενναιοδωρία, την γενναιοδωρία
Freigebigkeit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anlauf στα ελληνικά - αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, έναρξη, έναρξης
  • bewohnt στα ελληνικά - κατοικείται, κατοικήθηκε, κατοικούνται, κατοικούνταν, κατοικηθεί
  • demokrat στα ελληνικά - δημοκράτης, Δημοκρατών, δημοκράτη, Δημοκρατικών, Δημοκρατικός
Τυχαίες λέξεις
Freigebigkeit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίδομα, πριμοδότηση, μεγαλοψυχία, γενναιοδωρία, τη γενναιοδωρία, γενναιοδωρίας, η γενναιοδωρία, την γενναιοδωρία