Fuß στα ελληνικά
Μετάφραση: fuß, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πόδι, πόδια, τα πόδια, πρόποδες, ποδιού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aufgelaufen στα ελληνικά - λανθάνον, έλικος, έλικας, κλώνου, λανθάνοντος
- ausbaufähig στα ελληνικά - αναβαθμίσιμη, αναβαθμίσιμο, αναβαθμίσιμες, δυνατότητα αναβάθμισης, αναβαθμιζόμενες
- dreistigkeiten στα ελληνικά - αναίδεια, θράσος, θρασύτητα, η θρασύτητα, την αναίδεια
Τυχαίες λέξεις
Fuß στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πόδι, πόδια, τα πόδια, πρόποδες, ποδιού
Μεταφράσεις: πόδι, πόδια, τα πόδια, πρόποδες, ποδιού