Πόδι στα γερμανικά
Μετάφραση: πόδι, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fußliek, braten, basis, bein, fußvolk, keule, prothese, zweig, fuß, infanterie, programmzweig, Bein, Schenkel
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πόδι
πόδι μονάδα μέτρησης, πόδι της καμήλας, πόδι του μόρτον, πόδι μέτρο, πόδι χήνας, πόδι λεξικό γλώσσας γερμανικά, πόδι στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- πως στα γερμανικά - wie, inwiefern, dass, daß, die
- πόα στα γερμανικά - kiffen, herbe, gras, marihuana, ried, rasen, Moos, ...
- πόδια στα γερμανικά - füße, fuß, Beine, Beinen, Schenkel, die Beine
- πόζα στα γερμανικά - posieren, ziererei, pose, legen, verkörpern, affektiertheit, hinlegen, ...
Τυχαίες λέξεις
Πόδι στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: fußliek, braten, basis, bein, fußvolk, keule, prothese, zweig, fuß, infanterie, programmzweig, Bein, Schenkel
Μεταφράσεις: fußliek, braten, basis, bein, fußvolk, keule, prothese, zweig, fuß, infanterie, programmzweig, Bein, Schenkel