Funktionsfähig στα ελληνικά

Μετάφραση: funktionsfähig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βιώσιμος, εφαρμόσιμος, λειτουργικός, λειτουργική, λειτουργικό, λειτουργικές, λειτουργικά
Funktionsfähig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anschließend στα ελληνικά - κατόπιν, μεταγενέστερα, ακολούθως, στη συνέχεια, συνέχεια, εν συνεχεία
  • blumenschmuck στα ελληνικά - φυτική διακόσμηση, φυτικό διάκοσμο, διακόσμηση με λουλούδια
  • brautaussteuern στα ελληνικά - νυφικό, Νυφική, νυφικά, το νυφικό, νυφικές
  • buckelige στα ελληνικά - καμπούρα, humped
Τυχαίες λέξεις
Funktionsfähig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βιώσιμος, εφαρμόσιμος, λειτουργικός, λειτουργική, λειτουργικό, λειτουργικές, λειτουργικά