Göttlich στα ελληνικά

Μετάφραση: göttlich, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεϊκός, θεσπέσιος, θείος, θεία, θεϊκή, θείας
Göttlich στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anbetend στα ελληνικά - λατρεία, λατρευτική, λατρείας, λατρευτικό, λατρευτικές
  • anstellung στα ελληνικά - διορισμός, ραντεβού, ορισμός, συνάντηση, εργασία, απασχόλησης, απασχόληση, ...
  • barbitursäurepräparat στα ελληνικά - βαρβιτουρικά, βαρβιτουρικών, τα βαρβιτουρικά, των βαρβιτουρικών
  • bezeugung στα ελληνικά - κατάθεση, βεβαίωση, βεβαίωσης, βεβαιώσεως, βεβαίωση που, πιστοποίησης
Τυχαίες λέξεις
Göttlich στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεϊκός, θεσπέσιος, θείος, θεία, θεϊκή, θείας