Gedämpft στα ελληνικά
Μετάφραση: gedämpft, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στον ατμό, ατμό, αχνιστά, ατμού, με ατμό
Μεταφράσεις
- architrav στα ελληνικά - επιστύλιο, επιστήλιο, επιστυλίου, επιστύλια
- aufgetrieben στα ελληνικά - διογκωμένη, διαστέλλεται, διάταση, διασταλμένη, διογκωμένο
- ballade στα ελληνικά - κοσμικός, στρώνω, ξαπλώνω, μπαλάντα, μπαλάντας, μπαλάντες, μπαλάντα που
- bauholz στα ελληνικά - ξυλεία, ξυλείας, ξύλο, ξύλου, της ξυλείας
Τυχαίες λέξεις
Gedämpft στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στον ατμό, ατμό, αχνιστά, ατμού, με ατμό
Μεταφράσεις: στον ατμό, ατμό, αχνιστά, ατμού, με ατμό