Geringfügig στα ελληνικά

Μετάφραση: geringfügig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιγνός, αραιώνω, προσβάλλω, λεπτός, θίγω, μικρός, ελαφρώς, ελαφρύς, ψιλός, φτωχός, λίγο, αραιός, ισχνός, ελαφρός, ελαφρά, μικρή, μικρές
Geringfügig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ansammeln στα ελληνικά - περισυλλέγω, μαζεύω, συγκεντρώνομαι, συσσωρεύω, αποθησαυρίζω, μαζεύομαι, συσσωρεύονται, ...
  • aquaplaning στα ελληνικά - υδρολίσθηση, υδρολίσθησης, στην υδρολίσθηση, την υδρολίσθηση, της υδρολίσθησης
  • dummerjan στα ελληνικά - χαζός, μανέστρα, noodle, Νούντλ, νουντλς, ζυμαρικά ταχείας ετοιμασίας
Τυχαίες λέξεις
Geringfügig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιγνός, αραιώνω, προσβάλλω, λεπτός, θίγω, μικρός, ελαφρώς, ελαφρύς, ψιλός, φτωχός, λίγο, αραιός, ισχνός, ελαφρός, ελαφρά, μικρή, μικρές