Gerinnsel στα ελληνικά
Μετάφραση: gerinnsel, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισπεύδω, θρόμβος, θρόμβου, θρόμβο, θρόμβων, πήξη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- begleitend στα ελληνικά - ακόλουθος, ασυνόδευτος, ταυτόχρονη, συνακόλουθη, η ταυτόχρονη, ταυτόχρονα, την ταυτόχρονη
- berührt στα ελληνικά - Επαφές, επαφών, τις επαφές, Επικοινωνία, των επαφών
- biosphären στα ελληνικά - βιόσφαιρα, βιόσφαιρας, της βιόσφαιρας, τη βιόσφαιρα, στη βιόσφαιρα
- brillenträger στα ελληνικά - φορώντας, φοράει, φορούν, φορούσε, φθορά
Τυχαίες λέξεις
Gerinnsel στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισπεύδω, θρόμβος, θρόμβου, θρόμβο, θρόμβων, πήξη
Μεταφράσεις: επισπεύδω, θρόμβος, θρόμβου, θρόμβο, θρόμβων, πήξη