Gesamter στα ελληνικά
Μετάφραση: gesamter, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεμάτος, σύνολο, ολικός, πλήρης, μεστός, συνολικός, συνολικό, συνολική, συνολικού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- auslösungen στα ελληνικά - τρικλοποδιά, γλιστρήσουν, ενεργοποίησης, να γλιστρήσουν, απόζευξης
- berufssänger στα ελληνικά - τραγουδιστής, τραγουδίστρια, επαγγελματίας τραγουδιστής, επαγγελματίας τραγουδίστρια
- beruhigung στα ελληνικά - καθησύχαση, επαναβεβαίωση, διαβεβαίωση, αντασφάλισης, διαβεβαιώσεις
- bezahlend στα ελληνικά - πληρωτέος, Πληρωτέα, Πληρωτέο, Πληρωτέων, με πληρωμή
Τυχαίες λέξεις
Gesamter στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεμάτος, σύνολο, ολικός, πλήρης, μεστός, συνολικός, συνολικό, συνολική, συνολικού
Μεταφράσεις: γεμάτος, σύνολο, ολικός, πλήρης, μεστός, συνολικός, συνολικό, συνολική, συνολικού