Geschlechtsverkehr στα ελληνικά

Μετάφραση: geschlechtsverkehr, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έρωτας, φύλο, σεξ, συνουσία, επαφή, σεξουαλική επαφή, συνουσίας, τη συνουσία
Geschlechtsverkehr στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abstraktheit στα ελληνικά - αφαιρετικότητα, βαθμού αφαίρεσης, του βαθμού αφαίρεσης
  • begann στα ελληνικά - ξεκίνησε, άρχισε, που ξεκίνησε, άρχισαν, άρχισε να
  • bestätigendes στα ελληνικά - καταφατική, καταφατικά, καταφατικής, θετική, καταφατική απάντηση
  • dornig στα ελληνικά - δύσκολος, ακανθώδης, ευερέθιστος, αγκαθωτός, ακανθώδες, ακανθώδη, ακανθώδους
Τυχαίες λέξεις
Geschlechtsverkehr στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έρωτας, φύλο, σεξ, συνουσία, επαφή, σεξουαλική επαφή, συνουσίας, τη συνουσία