Gleichzeitig στα ελληνικά
Μετάφραση: gleichzeitig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταυτόχρονος, σύγχρονος, ταυτόχρονα, συγχρόνως, την ίδια στιγμή, παράλληλα, ταυτοχρόνως
Μεταφράσεις
- abdeckplatte στα ελληνικά - τυφλή, ηρεμίας, κοπή, blanking, κενώσεως
- alarmieren στα ελληνικά - τρομάζω, συναγερμός, άγρυπνος, συναγερμού, προειδοποίησης, ειδοποίησης, ειδοποίηση
- angesammelt στα ελληνικά - συσσωρευμένη, συσσωρευμένες, συσσωρευτεί, συσσωρευμένων, συσσωρευμένο
Τυχαίες λέξεις
Gleichzeitig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταυτόχρονος, σύγχρονος, ταυτόχρονα, συγχρόνως, την ίδια στιγμή, παράλληλα, ταυτοχρόνως
Μεταφράσεις: ταυτόχρονος, σύγχρονος, ταυτόχρονα, συγχρόνως, την ίδια στιγμή, παράλληλα, ταυτοχρόνως