Ταυτόχρονος στα γερμανικά
Μετάφραση: ταυτόχρονος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gleichzeitig, simultan, gleichzeitige, gleichzeitigen, gleichzeitiger
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ταυτόχρονος
ταυτόχρονος θηλασμός, ταυτόχρονος αγγλικά, ταυτόχρονος δημόσιος θηλασμός 2012, ταυτόχρονος θηλασμός 2012, ταυτόχρονοσ προγραμματισμόσ, ταυτόχρονος λεξικό γλώσσας γερμανικά, ταυτόχρονος στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ταυτότητα στα γερμανικά - nämlichkeit, identität, kennung, identifikation, ausweis, identifizierung, gleichheit, ...
- ταυτόχρονα στα γερμανικά - zutreffend, simultane, gleichzeitig, simultan, zugleich, gleichzeitigen, gleichzeitige
- ταφή στα γερμανικά - beerdigung, bestattung, beisetzung, begräbnis, Beerdigung, Bestattung, Beisetzung, ...
- ταφόπετρα στα γερμανικά - grabstein, Grabstein, Grab, gravestone, Grabmal
Τυχαίες λέξεις
Ταυτόχρονος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: gleichzeitig, simultan, gleichzeitige, gleichzeitigen, gleichzeitiger
Μεταφράσεις: gleichzeitig, simultan, gleichzeitige, gleichzeitigen, gleichzeitiger