Grundsatz στα ελληνικά

Μετάφραση: grundsatz, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πολιτική, γνωμικό, αρχή, αρχής, αρχήν, αρχή της, καταρχήν
Grundsatz στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abgequält στα ελληνικά - βασανίζεται, βασανισμένο, βασανίζονται, βασανισμένος, βασανισμένων
  • begierigkeit στα ελληνικά - ζήλος, προθυμία, την προθυμία, ζήλο, ανυπομονησία
  • dreiwertig στα ελληνικά - τριδύναμος, τρισθενής, τρισθενούς, τρισθενές, τρισθενή
Τυχαίες λέξεις
Grundsatz στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πολιτική, γνωμικό, αρχή, αρχής, αρχήν, αρχή της, καταρχήν