Häufig στα ελληνικά
Μετάφραση: häufig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συχνά, συχνάζω, συχνός, συνήθως, φορές, πολλές φορές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ankleidend στα ελληνικά - σάλτσα, Γκαρνταρόμπα, Επίδεσμοι, Dressing, Ρόμπες
- armierung στα ελληνικά - ενίσχυση, ενίσχυσης, οπλισμού, την ενίσχυση, ενισχύσεως
- darlegend στα ελληνικά - εκθέτουν, οποία θέτει, οποία περιλαμβάνονται, οποία προσδιορίζει
- drehzapfen στα ελληνικά - άξονας περιστροφής, περιστροφής, άξονα, στροφέα, άξονα περιστροφής
Τυχαίες λέξεις
Häufig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συχνά, συχνάζω, συχνός, συνήθως, φορές, πολλές φορές
Μεταφράσεις: συχνά, συχνάζω, συχνός, συνήθως, φορές, πολλές φορές