Συχνάζω στα γερμανικά

Μετάφραση: συχνάζω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
häufig, häufige, häufigen, häufiger, häufigsten
Συχνάζω στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συχνάζω

συχνάζω english, συχνάζω λεξικό γλώσσας γερμανικά, συχνάζω στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • συσχετίζω στα γερμανικά - komplize, kollegin, gefährtin, gesellschafter, verknüpfen, gefährte, angeschlossen, ...
  • συχνά στα γερμανικά - häufig, oft, oftmals, häufige, vielfach
  • συχνός στα γερμανικά - häufig, häufige, häufigen, häufiger, häufigsten
  • σφάζω στα γερμανικά - schlachten, fleischer, schlächter, Metzger, Fleischer, Schlachter, Metzgerei
Τυχαίες λέξεις
Συχνάζω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: häufig, häufige, häufigen, häufiger, häufigsten