Häufung στα ελληνικά
Μετάφραση: häufung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συρροή, σύναξη, συσσώρευση, ξέσπασμα, ξεσπώ, συναρμολόγηση, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anarchischer στα ελληνικά - αναρχικός, αναρχική, αναρχικό, άναρχη, άναρχο
- behandlung στα ελληνικά - μεταχείριση, φροντίδα, προσοχή, βοήθεια, φροντίζω, διοίκηση, προσέγγιση, ...
- belauschend στα ελληνικά - overhearing, ακούει, κρυφακούση, άκουγε, τον κρυφακούση
- bezug στα ελληνικά - μισθός, αναφορά, αναγωγή, παραπομπή, αναφοράς, αναφοράς για, αναφοράς που
Τυχαίες λέξεις
Häufung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συρροή, σύναξη, συσσώρευση, ξέσπασμα, ξεσπώ, συναρμολόγηση, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση
Μεταφράσεις: συρροή, σύναξη, συσσώρευση, ξέσπασμα, ξεσπώ, συναρμολόγηση, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση