Hilfsmittel στα ελληνικά

Μετάφραση: hilfsmittel, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επικουρία, βοηθώ, βοήθεια, σκόπιμος, βοήθημα, πόροι, ενίσχυση, ενίσχυσης, ενισχύσεις, ενισχύσεων
Hilfsmittel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abtrünnige στα ελληνικά - αποστάτης, αποστάτη, αποστάτιδα, αποστατική, apostate
  • ausbau στα ελληνικά - επέκταση, παράταση, επέκτασης, παράτασης, προέκταση
  • begriffsstutzig στα ελληνικά - κουτός, αμβλεία, αμβλείες, αμβλείας, αμβλείαν
  • bierstube στα ελληνικά - παμπ, pub, μπυραρία, μπαρ, επίσημων γευμάτων
Τυχαίες λέξεις
Hilfsmittel στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επικουρία, βοηθώ, βοήθεια, σκόπιμος, βοήθημα, πόροι, ενίσχυση, ενίσχυσης, ενισχύσεις, ενισχύσεων