Πόροι στα γερμανικά
Μετάφραση: πόροι, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bodenschatz, hilfsmittel, ressource, hilfsquelle, betriebsmittel, Ressourcen, Mittel, Quellen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πόροι
πόροι ή περί προσόδων, πόροι και ικανότητες apivita, πόροι στα πόδια, πόροι συστήματος, πόροι επιτροπής κεφαλαιαγοράς, πόροι λεξικό γλώσσας γερμανικά, πόροι στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- πόρθηση στα γερμανικά - eroberung, verführung, porthisi
- πόρνη στα γερμανικά - obsttörtchen, herb, törtchen, dirne, prostituierte, nutte, hure, ...
- πόρος στα γερμανικά - pore, Ressource, Ressourcen
- πόρπη στα γερμανικά - ausschnitt, clipschelle, hieb, haarschnitt, aufspannplatte, schur, taschenklemme, ...
Τυχαίες λέξεις
Πόροι στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: bodenschatz, hilfsmittel, ressource, hilfsquelle, betriebsmittel, Ressourcen, Mittel, Quellen
Μεταφράσεις: bodenschatz, hilfsmittel, ressource, hilfsquelle, betriebsmittel, Ressourcen, Mittel, Quellen