Insistieren στα ελληνικά
Μετάφραση: insistieren, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιμένω, επιμένουν, επιμείνει, επιμείνουμε, επιμένουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- absolutismus στα ελληνικά - τυραννία, απολυταρχία, απολυταρχίας, απολυταρχισμό, απολυταρχισμού, την απολυταρχία
- beschäftigungsfähigkeit στα ελληνικά - απασχολησιμότητα, απασχολησιμότητας, της απασχολησιμότητας, απασχόλησης, την απασχολησιμότητα
- betreibung στα ελληνικά - Διαδικασίες, διαδικασιών, Οι διαδικασίες, Διαδικασία, τις διαδικασίες
- diktierende στα ελληνικά - δικτάτορας, υπαγόρευσης, υπαγορεύει, υπαγόρευσης του, που υπαγορεύει
Τυχαίες λέξεις
Insistieren στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιμένω, επιμένουν, επιμείνει, επιμείνουμε, επιμένουμε
Μεταφράσεις: επιμένω, επιμένουν, επιμείνει, επιμείνουμε, επιμένουμε